- ευσυνθεσία
- εὐσυνθεσία, ἡ (ΑΜ) [ευσύνθετος]μσν.(για λέξεις) η καλή σύνθεση, η καλή διάταξηαρχ.1. (για το σώμα) η αρμονία με κανονικές αναλογίες, η συμμετρία2. (για συνθήκες) η φύλαξη, η πιστή τήρηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐσυνθεσία — εὐσυνθεσίᾱ , εὐσυνθεσία good arrangement fem nom/voc/acc dual εὐσυνθεσίᾱ , εὐσυνθεσία good arrangement fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσυνθεσίᾳ — εὐσυνθεσίᾱͅ , εὐσυνθεσία good arrangement fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσυνθεσίαν — εὐσυνθεσίᾱν , εὐσυνθεσία good arrangement fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)